Για την αναγκαία
δημιουργία ενός αριστερού, αντιδιαχειριστικού
αντικαπιταλιστικού δημοτικού σχήματος
στο Βόλο
Τι συμβαίνει
στην πόλη του Βόλου και τα τελευταία
χρόνια η πολιτική και κοινωνική
αντιπαράθεση γίνεται με κάθε ευκαιρία
πρωτοσέλιδο των ΜΜΕ; Υπάρχει λόγος ή
είναι απλώς μια καιροσκοπική αντιπαράθεση
ομάδων που διαγκωνίζονται για την
εξουσία; Πώς φτάσαμε στο σημείο οι
“άρχοντες του τόπου” να αντιπαρατίθενται
με όρους “reality show”
και να κατακτούν σημαντικό μέρος της
λαϊκής συνείδησης με τα χειρότερα
επιχειρήματα της αστικής πολιτικής;
Για να απαντήσουμε
στα παραπάνω, οφείλουμε να ξετυλίξουμε
το νήμα των διεργασιών που λαμβάνουν
χώρα τα τελευταία χρόνια στο επίπεδο
των βασικών κατευθύνσεων της αστικής
πολιτικής, στη διαπλοκή τους με τους
θεσμούς της τοπικής διοίκησης, αλλά και
τις βαθιές αλλαγές που συντελέστηκαν
αυτό το διάστημα στην ίδια τη ζωή της
εργαζόμενης πλειοψηφίας.
Η αστική
πολιτική στις τοπικές κοινωνίες
Εδώ και πολλά
χρόνια οι δήμοι μετατρέπονται σε
εργαστήρι αντιλαϊκών πολιτικών. Δεν
είναι τυχαίο πως κορυφαίες αντιδραστικές
αναδιαρθρώσεις (βλ. “κοινωφελής εργασία”)
εισήχθησαν πιλοτικά στους θεσμούς του
τοπικού κράτους. Την
περίοδο που διανύουμε, το τοπικό κράτος
θωρακίζεται
ώστε να είναι ακόμα πιο εχθρικό σε βάρος
των εργαζομένων
και ταυτόχρονα να αποτελεί ευνοϊκό
πεδίο αναπαραγωγής του κεφαλαίου σε
τοπικό πεδίο. Οι θεσμικές αλλαγές με
την ψήφιση του «Κλεισθένη Ι»,
στοχεύουν
στην «αποτελεσματικότερη και ταχύτερη»
πρόσδεση δήμων και περιφερειών με τα
μεγάλα οικονομικά συμφέροντα και τους
σχεδιασμούς τους, αποτελώντας συνέχεια,
«εκσυγχρονισμό» και εμπέδωση όσων
εφαρμόστηκαν με τον «Καποδίστρια» και
τον «Καλλικράτη». Η
ερήμωση εξάλλου της υπαίθρου, έργο του
“Καποδίστρια” και του “Καλλικράτη”,
αποτελούσε βασικό ζητούμενο τόσο για
την προετοιμασία του εδάφους ώστε να
αμβλυνθούν οι αντιστάσεις σε μια σειρά
σχεδιασμών που αφορούσαν το περιβάλλον
και τους ελεύθερους χώρους (πχ Α.Π.Ε,
ιδιωτικοποίηση νερών κτλ), όσο και για
την διευκόλυνση των εμπορικών συναλλαγών
του κεφαλαίου. Οι θεσμικές αλλαγές
στοχεύουν στο βάθεμα του ρόλου των
δήμων και περιφερειών ως μακρύ χέρι του
κεντρικού κράτους
και ως μηχανισμοί επιβολής της αντιλαϊκής
πολιτικής. Οι
δήμοι ουσιαστικά ολοκληρώνουν τη
μετεξέλιξή τους σε επιχειρηματικές
δομές, αγοράς και πώλησης υπηρεσιών και
κατανομής του προϊόντος της εκμετάλλευσης
στα διάφορα επιχειρηματικά κέντρα.
Σε αυτή τη διαδικασία δεν υπάρχουν
“ευνοϊκές” και “θετικές” διατάξεις.
Η θέσπιση της απλής αναλογικής από τον
“Κλεισθένη Ι”, αποτελεί μια προσπάθεια
εξαγοράς συνειδήσεων και κυρίως
δημιουργίας προϋποθέσεων για ευρείες
συμμαχίες και ιδιότυπες συγκυβερνήσεις
στο πεδίο της γενικής αποδοχής του
μνημονιακού κεκτημένου από τις δυνάμεις
της αστικής πολιτικής. Στο πεδίο αυτό,
οι αυταπάτες
για φιλολαϊκή διαχείριση των δήμων
το μόνο που μπορούν να δημιουργήσουν
είναι τερατουργήματα αντίστοιχα της
“αριστεράς του ΣΥΡΙΖΑ”, που θα εκφυλίζουν
και θα υπονομεύουν τη λαϊκή πάλη, θα
κουτσουρεύουν τη λαϊκή απαιτητικότητα
και θα υποτάσσουν τις κοινωνικές ανάγκες
στα πλαίσια του “εφικτού” που κάθε
φορά θα ορίζεται από τα ΕΣΠΑ, τις συμφωνίες
στα πλαίσια της ΕΕ και τις συνθήκες
σταθερότητας που θα επιβάλουν οι
“επενδυτές”.
Η
αποθέωση της διαχείρισης, δηλαδή της
αντίληψης που πρεσβεύει τη διευθέτηση
των κοινωνικών ζητημάτων χωρίς τη
σύγκρουση και την αμφισβήτηση του
υφιστάμενου πολιτικού πλαισίου,
ευαγγελιζόμενη μορφές ταξικής συνεργασίας
(εργοδότες με εργαζόμενους) που τελικά
αποτελούν εν λευκώ παράδοση στις ορέξεις
των ισχυρότερων (εργοδοτών), από πολιτικές
συλλογικότητες που είχαν αναφορά στην
αριστερά (η απλώς κακοποίησαν
ή
εκμεταλλεύτηκαν το όνομά της)
έχει
μακρά και πικρή παράδοση στην πόλη του
Βόλου.
Τα ιδιόμορφα μοντέλα συγκυβέρνησης
ΠΑΣΟΚ – ΣΥΡΙΖΑ (βλ. Σκοτινιώτης), αλλά
και η βαθιά θεσμική αντιπολίτευση που
αναδεικνύονταν από τα σπλάχνα τέτοιων
συνεργασιών και της λογικής που τις
ακολουθούσε, αποτέλεσε το ιδανικό
υπόστρωμα για την καλλιέργεια όλων των
αντιλαϊκών κατευθύνσεων και άνοιξε
διάπλατα την πόρτα στην απευθείας
εμπλοκή επιχειρηματικών κύκλων στα
κρίσιμα θέματα του δήμου Βόλου
(απορρίμματα, λιμάνι, νερό, δημόσια έργα
κτλ), αλλά και στην υποβάθμιση όλων των
εργατικών ζητημάτων (κλεισίματα
εργοστασίων, εργατικά ατυχήματα,
εργασιακές σχέσεις στους δήμους κτλ).
Όσο
και αν δεν αρέσει σε πολλούς, το “πείραμα
Μπέου” τράφηκε από τις κεντρικές
πολιτικές κατευθύνσεις των μνημονίων
και των θεσμικών αλλαγών στο τοπικό
κράτος, από τους προκατόχους στη
διαχείριση του δήμου που έβαλαν τα
θεμέλια τόσο της επιχειρηματικοποίησης
όσο και της αχαλίνωτης διαπλοκής, αλλά
και μιας άνευρης αντιπολίτευσης που
είτε αδυνατούσε να συγκρουστεί με τον
πυρήνα τον αντιδραστικών αλλαγών χαμένη
στο λαβύρινθο των “εφικτών προτάσεων”
στα πλαίσια των συσχετισμών των
συμβουλίων, είτε η στρατηγική της
συμφωνία με πλευρές της προωθούμενης
πολιτικής την καθιστούσε υπόκωφη
συναίνεση.
Τα
μνημόνια, η δημοσιονομική πειθαρχία
και η διαρκής εποπτεία, σε συνδυασμό με
την όλο και μεγαλύτερη αναβάθμιση του
ρόλου της ΕΕ στην ενοποίηση, ισχυροποίηση
και συγκρότηση των τμημάτων της αστικής
τάξης που δραστηριοποιούνται στην
περιοχή μας, επέβαλαν τα τελευταία
χρόνια νέες κατευθύνσεις στον τρόπο
άσκησης πολιτικής στο επίπεδο του
τοπικού κράτους και, κατ’ επέκταση, στη
χρηματοδότηση αυτής. Έτσι η τρομακτική
μείωση των ΚΑΠ, που ως ένα βαθμό
αντιπροσώπευαν την υποχρέωση του κράτους
για χρηματοδότηση των κοινωνικών αναγκών
σε τοπικό επίπεδο (ανεξάρτητα πώς τελικά
χρησιμοποιήθηκαν από τους εκφραστές
της αστικής πολιτικής), έφερε στο
προσκήνιο ως σχεδόν αποκλειστικό
χρηματοδότη τα ΕΣΠΑ και μια σειρά άλλα
πολιτικοοικονομικά προγράμματα της ΕΕ
(Leader,
MED,
Horizon
κτλ). Η
χρήση και η ανάδειξη αυτών των εργαλείων
ως «σωτηρία» ουσιαστικά αποτέλεσε και
αποτελεί τον θεμέλιο λίθο για τη
δημιουργία ενός άλλου μοντέλου παραγωγής
για τις δυνάμεις του κεφαλαίου, ή καλύτερα
την ανεύρεση νέων τρόπων χρηματοδότησης
των δραστηριοτήτων του, καθώς και νέων
τρόπων εκμετάλλευσης της θιγόμενης
πλειοψηφίας.
Το ΕΣΠΑ και τα προγράμματα που το
συνοδεύουν και το διανθίζουν καταργεί
οριστικά την (υποτιθέμενη) προσπάθεια
ανταπόκρισης του τοπικού κράτους στις
κοινωνικές ανάγκες και ουσιαστικά
το
καθιστά γραφείο κονδυλίων (με άμεση
σχέση πλέον με την επιχειρηματική
διαπλοκή) για
τις τεχνικές εταιρίες και μια σειρά
άλλων τομέων πρώτης κλίμακας της
καπιταλιστικής οικονομίας (ιατρικές
εταιρίες-εξοπλισμός νοσοκομείων,
εταιρίες Α.Π.Ε, ανακύκλωσης κτλ), καθώς
και για όλες τις στρατηγικές αναδιαρθρώσεις
(προγραμμάτων εργασίας με ημερομηνία
λήξης “κοινωφελής εργασία”, επιχειρηματικά
ερευνητικά προγράμματα, προγράμματα
κοινωνικής επιχειρηματικότητας κ.α).
Η συγκυβέρνηση
ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ αποτελώντας βασικό πυλώνα
στήριξης και υλοποίησης της αστικής
επίθεσης κλιμάκωσε και επέκτεινε όλα
τα στρατηγικά δόγματα της αστικής
πολιτικής. Το
περιεχόμενο της επίθεσης “εμπλουτίστηκε”
συστηματικά με το ιδεολόγημα
της “ανάπτυξης”, και της “παραγωγικής
ανασυγκρότησης”, θεμελιώνοντας
μέσα από τις καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις
τα στρατηγικά συμφέροντα της αστικής
τάξης
σε
όλο το φάσμα της οικονομικής και
κοινωνικής ζωής. Η επέκταση της
αδειοδότησης της ΑΓΕΤ
στον
Βόλο (Lafarge)
για την καύση
σκουπιδιών
(RDF, SRF), με τη συμμετοχή κυβέρνησης και
τοπικών παραγόντων αποτελεί από τη μία
ενσάρκωση των κεντρικών συμφωνιών με
μεγάλους επιχειρηματικούς κολοσσούς
στο πεδίο της “παραγωγικής ανασυγκρότησης”
(COSCO, El Dorado, Πετρελαϊκές εταιρίες κτλ).
Από την άλλη, αποτελεί “πιλοτικό άξονα”
στο πλαίσιο διαμόρφωσης “ευνοϊκών
επενδυτικών συνθηκών” (υποσκέλιση
περιβαλλοντικών όρων, κατακρήμνιση
εργατικού κόστους, εξασφάλιση φτηνής
ή και δωρεάν ενέργειας, αφορολόγητο
κτλ) και ταυτόχρονα επιχειρηματικοποίησης
του τοπικού κράτους μέσω της υλοποίησης
της κατεύθυνσης της ΕΕ για τη δημιουργία
εργοστασίων
επεξεργασίας σκουπιδιών για παραγωγή
καυσίμων, στο πλαίσιο της “κυκλικής
οικονομίας”. Στην
ίδια κατεύθυνση εδράζεται και η
ιδιωτικοποίηση
βασικών κοινωνικών αγαθών και υπηρεσιών.
Οι προσπάθειες ιδιωτικοποίησης
των νερών του Βόλου και του Πηλίου
(με ιδιαίτερο πάλι ρόλο του νέου μοντέλου
του επιχειρηματικού τοπικού κράτους),
η σταδιακή, πολύμορφη, αλλά σταθερή
ιδιωτικοποίηση των εταιριών των
σιδηροδρόμων (με τεράστιες συνέπειες
για την ποιότητα, την ασφάλεια και το
κόστος χρήσης των υπηρεσιών του), τα
σχέδια
για ΣΔΙΤ στο Λιμάνι του Βόλου,
η ιδιωτικοποίηση θάλασσας και αιγιαλού
με τις προτάσεις για τη δημιουργία
καταδυτικών πάρκων, δημιουργούν ένα
τεράστιο μωσαϊκό ξεπουλήματος του
δημόσιου πλούτου. Μια κατεύθυνση που
κλιμακώνεται με την εκχώρηση 10.119 ακινήτων
του δημοσίου στο Υπερταμείο.
Από
αυτές τις τάσεις και τους σχεδιασμούς,
επωφελήθηκε και επιχείρησε να τους
ολοκληρώσει η αδιαμεσολάβητη
εκπροσώπηση επιχειρηματικών συμφερόντων
στο επίπεδο της πολιτικής όπως εκφράστηκε
στην περιοχή μας με την εκλογή του
δημάρχου Βόλου Μπέου στις
εκλογές του 2014 (αντίστοιχο το παράδειγμα
του Πειραιά - Μόραλη).
Κοινώς, ο επιχειρηματικός κόσμος
διεκδίκησε (και θα συνεχίσει να διεκδικεί
ανεξάρτητα από την εναλλαγή των προσώπων)
τη διοίκηση του επιχειρηματικού κράτους
το οποίο δημιουργήθηκε όλα αυτά τα
χρόνια καθ’ υπόδειξή του. Η κατεύθυνση
αυτή, αποτελεί ένα πείραμα με ιδιαίτερα
επιθετικά χαρακτηριστικά, που αν και
δεν έχει πάρει χαρακτήρα γενικής
κατεύθυνσης, γίνεται αντικείμενο
επεξεργασίας και προετοιμάζεται με
σταθερό τρόπο από μερίδες του κεφαλαίου.
Συγκροτείται στη βάση των πλέον
αντιδραστικών δογμάτων της κυρίαρχης
πολιτικής και ως τέτοιο δημιουργεί μια
σειρά κινδύνους για την εργαζόμενη
πλειοψηφία. Η υιοθέτηση όλης της ατζέντας
της αστικής επιχειρηματολογίας
(“τεμπέληδες δημόσιοι υπάλληλοι”,
“κοπρίτες” τα κινήματα και οι αγωνιστές),
η επιχείρηση εμπορευματοποίησης με τον
πλέον επιθετικό τρόπο όλων των βασικών
κοινωνικών αγαθών και υπηρεσιών, η
απαξίωση και η χλεύη για τα εργατικά
δικαιώματα σε μια περίοδο που η ανεργία
καλπάζει και το κλείσιμο εργοστασίων
διόγκωσε την αβεβαιότητα, η φασιστική
ρητορεία και η προσπάθεια δημιουργίας
συνθηκών κοινωνικού κανιβαλισμού,
αποτελούν περίτρανες αποδείξεις πως η
δημοτική αρχή του Βόλου αποτελεί σάρκα
από τη σάρκα της αστικής τάξης που για
να θεμελιώσει τα συμφέροντα της θα
τσακίσει κάθε έννοια κοινωνικού
δικαιώματος.
Για
την υπεράσπιση των κοινωνικών αναγκών
κόντρα στα επιχειρηματικά συμφέροντα
και τις κατευθύνσεις της ΕΕ
Στην
περιοχή μας τα τελευταία χρόνια έγιναν
κοσμογονικές αλλαγές που άλλαξαν ριζικά
προς το χειρότερο τη ζωή της κοινωνικής
πλειοψηφίας. Το κλείσιμο
μεγάλων παραγωγικών μονάδων (Coca
Cola, ΙΜΑΣ ΑΕ, ΒΙΣ κτλ), πέρα από το ότι
έστειλε χιλιάδες εργαζόμενους στην
ανεργία, άλλαξε συνολικά την ανθρωπογεωγραφία
και τον τρόπο ένταξης στην αγορά εργασίας
σε μεγάλο βαθμό. Στα
εργοστάσια κυριαρχούν οι εργολαβικοί
εργαζόμενοι.
Στις νεότερες
γενιές επικρατούν οι δουλειές μέσω των
προγραμμάτων ανακύκλωσης της ανεργίας
(“Κοινωφελής εργασία” κτλ), η εργασία
στον χώρο της εστίασης και του εμπορίου
(ντελίβερι, σερβιτόροι, εμποροϋπάλληλοι
κτλ) και κυρίως η αναμονή επί μακρόν
στις λίστες της ανεργίας (οι νομοί της
Θεσσαλίας είναι από τους πρώτους στους
δείκτες ανεργίας). Στο πεδίο αυτό
αυταρχικοποιείται
και το πλαίσιο εντός των εργασιακών
χώρων. Η συνδικαλιστική δράση στον
ιδιωτικό τομέα τείνει να περάσει στα
όρια της παρανομίας. Ο εργοδοτικός,
κυβερνητικός συνδικαλισμός με εντελώς
εξόφθαλμο και ξεδιάντροπο τρόπο προωθεί
τις πλέον απάνθρωπες βλέψεις του
κεφαλαίου (ΑΓΕΤ). Τα εργατικά ατυχήματα
πολλαπλασιάζονται
(πάνω από 10 θανατηφόρα τα τελευταία 3
χρόνια στη Θεσσαλία, τα περισσότερα
στην περιοχή της Μαγνησίας) σε ένα
περιβάλλον που η αξία της ζωής φτηναίνει
επικίνδυνα στο βωμό της κερδοφορίας.
Ποιος μίλησε για όλα αυτά;
Μεγάλο
μέρος της κοινωνικής κουβέντας
περιστρέφεται γύρω από την τουριστική
ανάδειξη της πόλης, τις επενδύσεις-
ιδιωτικοποιήσεις και τον τρόπο
διευκόλυνσης των αφεντικών να
εκμεταλλεύονται την ανθρώπινη εργασία
και το περιβάλλον. Αυτό που ξεχνάνε να
πούνε είναι πως όλα αυτά είναι ανίκανα
να αλλάξουν τη δραματική κατάσταση που
ζει η εργαζόμενη πλειοψηφία και η
νεολαία·
ότι το μόνο που μπορούν να προσφέρουν
είναι το μοίρασμα της φτώχειας, η οποία
δε θα σταθεροποιείται, αλλά θα βαθαίνει
στο βαθμό που θα ανοίγει η όρεξη από το
φαγοπότι δίχως τέλος των μεγαλύτερων
ή μικρότερων επιχειρηματικών κύκλων.
Η
κριτική στη σημερινή δημοτική αρχή δεν
μπορεί να γίνει με τους όρους που έχουν
κινηθεί μέχρι σήμερα οι δημοτικές
κινήσεις κάθε χρώματος. Η αντιπολίτευση
μέσα
στα στενά
πλαίσια
που προβλέπονται από τον κανονισμό του
δημοτικού συμβουλίου, έδειξε εξάλλου
πολλές φορές τα όρια της, όπως και η
αδυναμία υπέρβασης των ασφυκτικών
ορίων. Χρειάζεται η κινητοποίηση της
εργαζόμενης πλειοψηφίας στα γιγαντιαία
κοινωνικά προβλήματα, όπου οι δήμοι
είναι σε τοπική κλίμακα μηχανισμοί
ενσωμάτωσης στην αστική πολιτική,
διαχείρισης της κρίσης, προσφέροντας
θέσεις εργασίας, πρόνοια, δημοτικά
ιατρεία, με το σταγονόμετρο και με τη
μορφή “ρουσφετιού”.
Ήρθε
η ώρα ο κόσμος της εργασίας να μιλήσει
αυτοτελώς για το πώς θέλει να ζήσει. Στα
πλαίσια των πόλεων δεν είμαστε όλοι το
ίδιο, αφεντικά και δούλοι. Οι ανάγκες
της εργαζόμενης πλειοψηφίας βρίσκονται
σε αντίθεση με τους εργοδοτικούς και
επιχειρηματικούς κύκλους. Στη βάση αυτή
επιδιώκουμε τη διαμόρφωση και την
ανάδειξη μιας
χάρτας αναγκών και δικαιωμάτων για την
εργαζόμενη πλειοψηφία στο πεδίο της
εργασίας, της υγείας, της παιδείας, της
διατροφής και του περιβάλλοντος.
Μακριά
από λογικές “εφικτών” και “ρεαλιστικών”
στόχων στο πλαίσιο της καπιταλιστικής
σταθερότητας, πρέπει να παλέψουμε το
ρεαλισμό μιας αξιοβίωτης ζωής για τους
ανθρώπους του μόχθου, που δεν μπορεί
παρά να είναι προϊόν σύγκρουσης με τις
δυνάμεις του κεφαλαίου.
Η πρόταση μας και οι στόχοι πάλης, δεν
απευθύνονται, ούτε υποτάσσονται στους
συσχετισμούς των οργάνων άσκησης της
αστικής πολιτικής. Απευθύνονται στον
κόσμο της εργαζόμενης πλειοψηφίας, τους
ανέργους και τη νεολαία, που η αγωνιστική
τους πάλη και η ανάδειξη θεσμών επιβολής
της λαϊκής θέλησης μπορεί να δημιουργήσει
ρήγματα στην αστική πολιτική και να
επιβάλει αναγκαίες κατακτήσεις.
3.
Στόχοι πάλης και συγκρότησης μιας
μαχητικής εργατικής αντιπολίτευσης
στο επίπεδο του δήμου
Η
αντιπαράθεση για τα κρίσιμα κοινωνικά
θέματα πιστεύουμε πως έχει ταξικό
πρόσημο και περιεχόμενο. Κανένα έργο
και κανένα κονδύλιο που διαχειρίζονται
οι δήμοι δεν είναι κοινωνικά ουδέτερο.
Στη
βάση αυτή παλεύουμε για τη δημιουργία
ενός αριστερού, αντιδιαχειριστικού
σχήματος με αντικαπιταλιστική αναφορά.
Επιδίωξή
μας δεν είναι να γίνουμε «χαλίφης στη
θέση του χαλίφη». Δε θέλουμε να γίνουμε
η αριστερή εικόνα στο κάδρο της αστικής
πολιτικής. Δεν
μπορούμε να υποσχεθούμε “ένα δήμο στην
υπηρεσία των πολιτών για την παραγωγική
ανασυγκρότηση της χώρας”, δηλ. τη
σωτηρία του καπιταλισμού σε συνθήκες
χρεοκοπίας. Ο ρόλος μας στον δήμο θα
πρέπει να έχει σκοπό την ενδυνάμωση
όλων των λαϊκών αυτοοργανωμένων δομών
και πρωτοβουλιών, καθώς και την
προετοιμασία του πληθυσμού για την
μάχη ενάντια στο σύστημα. Βασικός
μας στόχος είναι η δημιουργία
ενός ρεύματος εργατικής αντικυβερνητικής
πάλης και αντιπολίτευσης που θα
στοχοποιεί τόσο τους εκφραστές
(πολιτικούς και οικονομικούς) των
σχεδιασμών του κεφαλαίου, όσο και τον
πυρήνα συγκρότησης της ίδιας της
καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης.
Η δημιουργία ενός τέτοιου ρεύματος
αποτελεί βασική
προϋπόθεση για τη δημιουργία αναχωμάτων
και ανασχέσεων στις ερπύστριες των
καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων,
είναι όρος για να μπορέσει η εργαζόμενη
πλειοψηφία να επιτύχει κατακτήσεις
και να ανατρέψει αντιλαϊκά σχέδια σε
τοπικό ή κεντρικό επίπεδο (βλ.
πλειστηριασμούς, καύση σκουπιδιών,
ιδιωτικοποιήσεις φυσικών αγαθών κτλ)
και τελικά δρόμος για μια ουσιαστική
ρήξη και σύγκρουση με τις βασικές
επιταγές κυβέρνησης-ΕΕ-εργοδοσίας με
αντικαπιταλιστικά και εργατικά
χαρακτηριστικά. Ακριβώς για αυτό, η
παρέμβασή μας θέλουμε να έχει το
χαρακτήρα της
αποσταθεροποίησης της σταθερότητας
που επιδιώκει τόσο η κυβέρνηση, όσο και
οι φορείς της τοπικής διοίκησης. Η
καπιταλιστική σταθερότητα, που
διαφημίζουν όλα τα αστικά κόμματα,
σημαίνει
απλώς παραίτηση των εργαζομένων από
τα δικαιώματα και τις ανάγκες τους και
αδιατάρακτη λειτουργία της μηχανής
της καπιταλιστικής κερδοφορίας.
Δε
θα είμαστε όλης της κοινωνίας.
Κανείς εξάλλου δεν μπορεί να είναι και
με τη Lafarge
και
με την κοινωνική πλειοψηφία της πόλης
μας που πεθαίνει. Θέλουμε να εκφράσουμε
τα συμφέροντα της εργαζόμενης πλειοψηφίας.
Των ανθρώπων του μόχθου. Των μεταναστών
και των εκμεταλλευόμενων. Των
αποκλεισμένων. Εκείνων που για να ζήσουν
πρέπει το κεφάλαιο και η εργοδοσία να
χάσουν τον πλούτο, την ιδιοκτησία και
την εξουσία τους. Στο πλαίσιο αυτό
επιδιώκουμε η συζήτηση των δημοτικών
συμβουλίων και κυρίως οι κοινωνικοί
αγώνες στην πόλη μας να αναμετρούνται
με το σύνολο και τον πυρήνα των κοινωνικών
προβλημάτων και όχι με τις επιμέρους
απολήξεις τους.
Δεν
προσκυνάμε ούτε αποθεώνουμε τους
θεσμούς του τοπικού κράτους. Είναι
αντιδημοκρατικοί και φτιαγμένοι με
τέτοιο τρόπο που να αποφασίζουν ερήμην
της εργαζόμενης πλειοψηφίας. Παλεύουμε
για τη συγκρότηση θεσμών του κινήματος
που σε αντιπαράθεση και σύγκρουση με
τους επίσημους θεσμούς θα επιβάλουν
τη λαϊκή βούληση. Δε
θέλουμε οι θεσμοί του κινήματος να
αποτελούν απλά αντίβαρο στην αστική
εξουσία. Επιδιώκουμε να
συγκροτηθούν ως μια ανεξάρτητη μορφή
“Λαϊκής Αυτοδιοίκησης” που θα καταργεί
στην πράξη την εξουσία του κράτους.
Μορφές
που ανάδειξαν τοπικά κινήματα στην
περιοχή μας (Πήλιο-Νερά, Συνέλευση των
κατοίκων του Παλιού Λιμεναρχείου) αλλά
και αλλού (Χαλκιδική, Λευκίμη, Κερατέα
κ.α) αποτελούν τα πρώτα σπέρματα μιας
εξουσίας που θα ασκείται, θα πηγάζει
και θα απευθύνεται στις ανάγκες του
λαού. Στο πλαίσιο αυτό παλεύουμε
αταλάντευτα για την κατάργηση των
θεσμικών αλλαγών που εγκαινίασαν ο
“ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ”, ο “ΚΑΛΛΙΚΡΑΤΗΣ”, και
ο “ΚΛΕΙΣΘΕΝΗΣ 1”, καθώς και για την
κατάργηση των νομοθετημάτων της ίδιας
κατεύθυνσης που έπονται.
Παλεύουμε
ενάντια στα χρηματοδοτικά κονδύλια
του ΕΣΠΑ και τα προγράμματα – έργα-
επενδύσεις που στηρίζουν. Η
κατανομή τους δεν έχει καμία αναφορά
στις κοινωνικές ανάγκες, αλλά στην
κεντρική κατανομή που κάνει η ΕΕ ανάμεσα
στα επιχειρηματικά συμφέροντα που
επιθυμεί να ενισχύσει. Η
πάλη και η καταγγελία των ΕΣΠΑ αποτελεί
τη μοναδική αυθεντική αμφισβήτηση του
ρόλου της ΕΕ στις τοπικές κοινωνίες.
Είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την
αναγκαία ρήξη και αποδέσμευση από τη
φυλακή της ΕΕ. Θέλουμε αποκλειστικά
δημόσια χρηματοδότηση, από τον κρατικό
προϋπολογισμό, για τις ανάγκες των
εργαζομένων, της νεολαίας, των φτωχών
στρωμάτων, όχι ψίχουλα ευρωπαϊκών
επιχειρηματικών πακέτων με το αζημίωτο.
Τα κονδύλια μπορούν να βρεθούν αν μπει
χέρι στις μεγάλες περιουσίες και τα
ιδιωτικά κέρδη. Αν διαγραφεί το χρέος,
κηρυχθεί πάση πληρωμών και σπάσει το
πλαίσιο των ισοσκελισμένων και
πλεονασματικών προϋπολογισμών της
ασφυκτικής δημοσιονομικής πειθαρχίας.
Υπερασπιζόμαστε τη
δυνατότητα των πολύμορφων κινημάτων
να καθορίζουν τα ίδια τη συζήτηση όσο
και να παρεμβαίνουν στις αποφάσεις των
θεσμικών οργάνων,
σε
μια κατεύθυνση τελικά κατάργησης του
ρόλου τους και διεκδίκησης με όρους
πολιτικού εκβιασμού. Δεν
επιδιώκουμε να ενσωματώσει τα υπαρκτά
κινήματα της πόλης αλλά να αλληλεπιδράσει
με αυτά για να βρούμε ένα κοινό βηματισμό
χωρίς παραγοντισμούς, καπελώματα και
πολύ περισσότερο ενσωμάτωσής τους σε
μια άνευρη δημοτική κοινοβουλευτική
προσαρμογή. Είμαστε πολιτικά αντίθετοι
με την άποψη που υποστηρίζουν οι
επαγγελματίες της πολιτικής σύγχυσης
ότι τα κινήματα είναι απαραίτητα ως
μηχανισμοί πίεσης για να διευκολύνονται
οι εκλεγμένοι δημοτικοί σύμβουλοι
έναντι των δημοτικών αρχών. Η άποψη
αυτή στερεί από τα κινήματα τον δυναμισμό
που αναπτύσσουν και το κυριότερο την
πολιτική τους ανεξαρτησία να καθορίζουν
τις μεθόδους του αγώνα που διεξάγουν.
Η
κίνησή μας θέλουμε να συγκροτεί ένα
ανεξάρτητο
ρεύμα που
θα βρίσκεται σε σύγκρουση όχι μόνο με
την εκάστοτε δημοτική αρχή, αλλά και
όλα τα αντιπολιτευόμενα ρεύματα που
εκφράζουν με άλλο τρόπο πλευρές ή άλλες
μορφές διαχείρισης της αστικής πολιτικής
και των σχεδιασμών της. Στη
βάση αυτή απορρίπτουμε λογικές
διερεύνησης χωρίς πολιτικά κριτήρια
και εκλογικής στήριξης στους δεύτερους
γύρους στη λογική του μικρότερου κακού.
Η συγκρότηση ετερόκλητων συμμαχιών με
καθαρά καιροσκοπικό χαρακτήρα καταφέρνουν
συνήθως το αντίθετο από το επιδιωκόμενο
αποτέλεσμα, ενισχύοντας πολλές φορές
και την τακτική του αντίπαλου στρατοπέδου.
Η διάλυση του “ενιαίου” σχήματος, που
στηριζόταν από μια σειρά αριστερών
δυνάμεων το 2014, στα εξ ων συνετέθη μόλις
αντιμετώπισε τις πρώτες πολιτικές
μάχες αποτελεί αντιπαράδειγμα που δεν
πρέπει να λησμονείται. Παλεύουμε για
την κοινή δράση των δυνάμεων της
μαχόμενης αριστεράς στη βάση της
πρακτικής τους και των θέσεων που
παίρνουν στα συγκεκριμένα ζητήματα
και όχι στη γενική ιδεολογική αναφορά.
Δεν
επιδιώκουμε μια ευκαιριακή συμμαχία
δυνάμεων και αγωνιστών, ούτε ένα
ψηφοδέλτιο μιας χρήσης. Στόχος μας
είναι η δημιουργία ενός μαζικού,
δημοκρατικού, μαχητικού και
αντικαπιταλιστικού σχήματος,
που ανεξάρτητα από την εκλογική του
καταγραφή θα γίνει ένας ζωντανός πόλος
αντιπαράθεσης με την αστική πολιτική.
'Ένα σχήμα, κύτταρο αγώνα, που θα
συγκροτείται στη βάση της πολιτικής
του διακήρυξης, άλλα και της ενιαίας
στάσης και δράσης στα κρίσιμα μέτωπα
της περιόδου.
Ενισχύουμε
και αναδεικνύουμε την αναγκαία προσπάθεια
για τη δημιουργία
ενός αντιπολεμικού, αντιφασιστικού,
αντιρατσιστικού ρεύματος
που θα μπλοκάρει τους πολεμικούς
σχεδιασμούς στην περιοχή μας, θα παλέψει
ενάντια στα επεκτατικά σχέδια των
αστικών τάξεων και θα υψώσει τείχος
στο ρατσιστικό και εθνικιστικό δηλητήριο.
Αναδεικνύουμε τον διεθνιστικό εργατικό
χαρακτήρα από τον οποίο πρέπει να
μπολιάζεται η απάντηση των λαϊκών
στρωμάτων ενάντια στη λαίλαπα του
καπιταλισμού.
Στο πλαίσιο αυτό
η δράση, οι πολιτικοί στόχοι, αλλά και
η φυσιογνωμία του ΚΚΕ και της ΛΑΕ δεν
δημιουργούν προϋποθέσεις για πολιτική
συνεργασία με τις εν λόγω δυνάμεις. Από
τη μία
η υποτίμηση ανατρεπτικών αγώνων και
στόχων και η υιοθέτηση μιας άνευρης
καταγγελιολογίας από την πλευρά του
ΚΚΕ, αποτελούν ένα μείγμα πολιτικής
που έχει ενσωματώσει την ήττα και
κινείται αποκλειστικά στην αναπαραγωγή
και διατήρηση των κοινοβουλευτικών
συσχετισμών. Με
έναν τρόπο
αποτελεί τον άλλο πόλο της διαχείρισης
των πεδίων αναπαραγωγής της αστικής
πολιτικής και όχι της υπέρβασής της.
Όσον
αφορά τη
ΛΑΕ,
η
συνέχεια διατήρησης του κοινού σχήματος
ΣΥΡΙΖΑ-ΛΑΕ στην περιφέρεια Θεσσαλίας
(όπως και στην πλειοψηφία των περιφερειών
και δήμων της χώρας), καθώς και η συνύπαρξη
με εκπρόσωπο του υπερταμείου (Σταμπουλή),
βασικού κρίκου του κυβερνητικού σχεδίου,
αποτελεί σημείο της φυσιογνωμίας της
διαχείρισης και της ημιτελούς διάρρηξης
των σχέσεων με το σχέδιο που συγκρότησε
ο ΣΥΡΙΖΑ και το οποίο τον έκανε κυβέρνηση.
Από
την άλλη η ενσωμάτωση
πλευρών της εθνικιστικής ρητορείας
του
τελευταίου διαστήματος αποτελεί μια
επικίνδυνη τακτική υποβάθμισης των
εργατικών συμφερόντων και πρόσδεσης
στο άρμα των ενδοκαπιταλιστικών
ανταγωνισμών, που τροφοδοτεί
τους σχεδιασμούς ΝΑΤΟ κυβέρνησης
κεφαλαίου. Τελικά,
οι εμπειρίες μας δείχνουν ότι η
διαχείριση δήμων από το ΚΚΕ (Χαΐδάρι,
Καισαριανή, Πετρούπολη, Πάτρα) ή τη ΛΑΕ
(Δραπετσώνα, Ν. Φιλαδέλφεια), ανεξαρτήτως
των προθέσεών τους, μάλλον συμβολικές
μόνο διαφορές είχε από τη διαχείριση
των υπόλοιπων, και ασήμαντες κατακτήσεις,
αποτυπώνοντας τη συνέχεια των βασικών
κατευθύνσεων της αστικής πολιτικής
(προγράμματα “κοινωφελούς εργασίας”,
συνέχεια επιχειρηματικών σχεδίων -βλ.
Μελισσανίδη- κτλ) .
Η
συζήτηση για τη διάταξη των πολιτικών
στρατοπέδων εν όψει των νέων γύρων
μαχών, αλλά και των δημοτικών εκλογών
πρέπει να αξιοποιήσει τόσο τη θετική
όσο και την αρνητική εμπειρία των
κοινωνικών μαχών στην πόλη μας. Αφετηρία
μας αποτελεί το θετικό κεκτημένο της
παρέμβασης του σχήματος της “Αριστερής
Παρέμβασης” στην περιφέρεια Θεσσαλίας
εδώ και περίπου 9 χρόνια, που δείχνει
πως μπορεί να υπάρχει άλλος δρόμος στην
αντιμετώπιση των πολιτικών ζητημάτων
στην τοπική διοίκηση και άλλη μεθοδολογία
δράσης πέρα από τη διαχείριση και την
ενσωμάτωση. Στη βάση αυτή καλούμε όλους
τους αγωνιστές που πρωτοστάτησαν στις
συγκρούσεις με τις πτυχές της αστικής
πολιτικής, καθώς και τα πολιτικά ρεύματα
που στέκονται εχθρικά στα πολυποίκιλα
κυβερνητικά σχήματα και τα αστικά
επιτελεία, σε μια ανοιχτή συζήτηση για
τη διαμόρφωση ενός μαχητικού προγράμματος
πάλης και τη δημιουργία ενός δημοτικού
σχήματος που θα σηκώσει το γάντι της
μεγάλης αναμέτρησης της εποχής μας.
Μακριά από λογικές επιλογής και ανάδειξης
“προσωπικοτήτων “ επιδιώκουμε να
κάνουμε μια κουβέντα σε βάθος για την
ουσία των κοινωνικών προβλημάτων και
για τη χάραξη μιας νικηφόρας τακτικής.
ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α.
Μαγνησίας